- ζεβζέκης
- zevzek, ciddiyetsiz
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ζεβζέκης, -α — και ισσα, ικο (λ. τουρκ.) 1. ελαφρόμυαλος, ανόητος, παλαβός. 2. ανυπότακτος, απείθαρχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεβζέκης — α, ικο βλ. ζευζέκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zevzek] … Dictionary of Greek
ζεβζεκιά — η [ζεβζέκης] βλ. ζευζεκιά … Dictionary of Greek